ἀερόθεν

ἀερόθεν
ἀερόθεν
out of the air
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αερόθεν — ἀερόθεν επίρρ. (Μ) από τον αέρα, από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + θεν, παραγ. κατάλ. επίρρ., που δηλώνει προέλευση] …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • ηερόθεν — ἠερόθεν (Α) επίρρ. (ιων. και επικ. τ. τού ἀερόθεν) από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηερ ος) + κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως (πρβλ. εκεί θεν, οίκο θεν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”